Μία σύντομη Κριτική στις Θεωρίες του Πένθους

Τα Πέντε Στάδια. Μια από τις δημοφιλέστερες θεωρίες στην ψυχολογία είναι αυτή των Πέντε Σταδίων του Πένθους, της Kubler-Ross. Δεν χρειάζεται κάποιος να είναι ψυχολόγος ή να έχει διαβάσει ψυχολογία για να γνωρίζει αυτή την σταδιακή πορεία που πρότεινε η γνωστή ψυχίατρος. Αρχικά είχε μελετήσει ασθενείς στο τελευταίο στάδιο της ασθένειάς τους, φτιάχνοντας έτσι τα διάφορα στάδια (Kubler-Ross, 1969) τα οποία επέκτεινε με παρόμοιο τρόπο στους συγγενείς και φίλους αυτών. Από την άλλη φαίνεται ότι αυτή η έρευνα που έγινε το 1969 έχει κάποιους χρονικούς και πολιτισμικούς περιορισμούς, καθώς μελετήθηκαν αρκετά άτομο μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο και περιορίστηκε σε άτομα του δυτικού κόσμου. Γνωρίζουμε ήδη από άλλες επιστήμες ότι ο κάθε πολιτισμός σε διαφορετική χρονική στιγμή, αντιμετώπιζε και αντιμετωπίζει διαφορετικά τον θάνατο.

Η μεγαλύτερη παρερμηνεία που μπορεί να δημιουργηθεί με τα στάδια αυτά είναι ότι πολλές φορές μπορεί να υπάρχει διαφορετική αντίδραση από αυτή που περιγράφεται στο μοντέλο, αλλά να είναι εξίσου υγιής, όπως αναφέρει η ψυχολόγος και ερευνήτρια Ronnie Janoff-Bulman (αναφέρεται Feldman, 2017). Έτσι ακόμα και αν μια ψυχολογική αντίδραση δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται στα στάδια της Kubler-Ross, αυτό δεν συνεπάγεται ότι υπάρχει μια παθολογική αντιμετώπιση τους πένθους ή ότι το άτομο δεν πενθεί αποτελεσματικά. Χωρίς να απορρίπτει το στάδιο της άρνησης, η Janoff-Bulman κάνει λόγο για μικρά διαλείμματα άρνησης έτσι ώστε το άτομο να προετοιμαστεί κατάλληλα. Επίσης, ο καθηγητής Κλινικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, George Bonanno, στην έρευνα που παρουσίασε, επισήμανε ότι η απουσία συμπτωμάτων θλίψης ή τραύματος είναι επίσης ένα υγιές αποτέλεσμα σε μερικές περιπτώσεις (Bonanno, 2019).

Μια άλλη παρερμηνεία που μπορεί να υπάρξει είναι ότι ξεκινάμε από την άρνηση και τελειώνουμε στην αποδοχή. Είναι αναμενόμενο η θλίψη να μειώνεται με το πέρασμα του χρόνου, αλλά υπάρχουν πολλές αναφορές ανθρώπων που δεν έπαψαν να σκέφτονται με συναισθήματα θλίψης τα άτομα που έχασαν. Κατ’ επέκταση δεν έφτασαν ποτέ εντελώς στο στάδιο της αποδοχής (Feldman, 2017). Αυτή η πορεία δεν μπορεί να έχει χρονικό ορίζοντα καθώς η προσαρμογή του κάθε ανθρώπου διαφέρει σημαντικά. Πάρα πολλές μεταβλητές καθορίζουν τον τρόπο και τον χρόνο προσαρμογής κάποιου.

Ο καθηγητής ψυχολογίας Robert J. Kastenbaum, με χρόνια εμπειρίας σε ηλικιωμένους έκανε πολλές έρευνες σχετικές με το θέμα. Σε ένα από τα βιβλία του, το «Death, Society, and Human Experience» σημειώνει ότι τα στάδια της Kubler-Ross δεν έχουν αποδειχθεί και δεν μπορεί να αποδειχθεί η κίνηση των ατόμων από το πρώτο στάδιο προς το πέμπτο. Επισημαίνει δε ότι οι πιέσεις κατά χαρακτηριστικά του άμεσου περιβάλλοντος μπορούν να επιφέρουν τεράστια διαφορά ανάμεσα στα άτομα, κάτι που στο μοντέλο δεν λαμβάνεται υπόψη (αναφέρεται Kübler-Ross model, n.d.).

Η ιδιοσυγκρασία στο πένθος. Το πένθος είναι μια διαδικασία πολύ προσωπική. Σχετίζεται με ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά, περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά και προηγούμενες εμπειρίες. Τα στάδια του πένθους που περιεγράφηκαν νωρίτερα είναι απλά μια γενική πιθανή πορείας του βιώματος κατά την απώλεια κάποιου οικείου. Παρ’ όλα αυτά, κανένα μοντέλο δεν μπορεί να περιγράψει ξεκάθαρα το κάθε στάδιο με καθολικό τρόπο. Επίσης, είναι αδύνατον να προσεγγίσουν την διάρκεια, την ακριβή σειρά των σταδίων αλλά και την πιθανή παλινδρόμηση σε προηγούμενο στάδιο. Για παράδειγμα, κατά τη φάση της άρνησης το άτομο μπορεί να λειτουργεί υπομανιακά ή και μανιακά. Αυτή η συμπεριφορά απέχει από την υπονοούμενη καθολική καταθλιπτική συμπεριφορά που περιγράφονται στα στάδια του πένθους. Υπάρχουν περιπτώσεις με άτομα τα οποία είχαν εκδηλώσει έντονη και υπερσεξουαλική δραστηριότητα ως «το αντίδοτο στο θάνατο» (Yalom I., 2002). Έτσι οι ανησυχίες προσωπικές ανησυχίες που έχουμε για τον θάνατο, μέσα από τον θάνατο κάποιου άλλου, εμφανίζονται με σεξουαλική μεταμφίεση.

Αγωγή θανάτου. Η έννοια αυτή αναφέρθηκε πρώτη φορά το 1950. Όταν η αγωγή θανάτου έκανε τα πρώτα της βήματα στα εκπαιδευτικά ιδρύματα, ο Leviton (1977) διέκρινε τρεις βασικούς στόχους της. Ο πρώτος στόχος, έδινε έμφαση στη πρόληψη και την προετοιμασία των ατόμων για μελλοντικά γεγονότα θανάτου. Ο δεύτερος στόχος, είχε παρεμβατικό χαρακτήρα και βοηθούσε τα άτομα να αντιμετωπίσουν προσωπικές πλευρές που σχετίζονται με τον θάνατο. Στην ουσία τα άτομα αποκτούσαν μέσα από τη διαδικασία αυτή, μια μεγαλύτερη άνεση όταν συναναστρέφονταν με άτομα που πέθαιναν καθώς και μειώνονταν το άγχος και τα ταμπού που έχουν να κάνουν με τον θάνατο. Ο τρίτος στόχος ήταν η επανόρθωση, δηλαδή η κατανόηση και η εκμάθηση μέσα από τα ίδια τα γεγονότα του θανάτου. 

Στην πορεία, αρκετοί ερευνητές, μεταξύ τους ο Leviton (1977) και ο Watts (1977), μελέτησαν την αποτελεσματικότητα της αγωγής θανάτου. Στις έρευνες φάνηκε ότι τα άτομα, που συμμετείχαν σε προγράμματα αγωγής θανάτου, ήταν προετοιμασμένα να αντιμετωπίσουν μια μελλοντική απώλεια, είχαν ελάχιστο φόβο για το άγνωστο, είχαν κατανοήσει καλύτερα τη δυναμική του πένθους και είχαν διαφορετική πνευματική ανάπτυξη και πολιτισμική κατανόηση από άλλους συνομηλίκους που δεν συμμετείχαν στην αγωγή θανάτου.

Μια κριτική που θα μπορούσαμε να ασκήσουμε στο μοντέλο της Kubler-Ross είναι ότι δεν λαμβάνει υπόψη το επίπεδο επαφής που έχει το άτομο που πενθεί με τον θάνατο. Φαίνεται λοιπόν ότι άτομα που είχαν αγωγή θανάτου, κατανοούσαν σημαντικά τον θάνατο και ήταν περισσότερο εξοικειωμένα από άτομα που δεν έτυχαν κάποιας αντίστοιχης εκπαίδευσης.

Τα θετικά του θανάτου. Η ψυχοθεραπευτική διαδικασία ασχολείται αρκετά συχνά με θέματα τα οποία είναι αρκετά δραματικά στη ζωή ενός ατόμου. Λιγότερο συχνά όμως καταπιάνεται με το πένθος ή με την επεξεργασία θανάτου κάποιου οικείου. Η όλη διαδικασία έχει τρομερή δύναμη κατά τη ψυχοθεραπευτική διαδικασία, αρκεί να αξιοποιηθεί με τον κατάλληλο θεραπευτικό τρόπο. Είναι μια σημαντική πτυχή του βιώματος η οποία δεν περιγράφεται με αυτή την έννοια μέσα στα στάδια του πένθους. Ο κάθε θάνατος οδηγεί αναπόφευκτα σε διάφορες εσωτερικές διεργασίες του προσωπικού θανάτου και την αναβίωση προηγούμενων εμπειριών, οι οποίες είναι άμεσα συνδεδεμένες με την απώλεια, τον θάνατο και το πένθος (Παπαδάτου, 2009).

 Συνήθως, κατά τη θεραπευτική διαδικασία, ο θεραπευτής στρέφεται εξολοκλήρου στην απώλεια, στα ανολοκλήρωτα θέματα των σχέσεων και την αποδέσμευση από τον νεκρό. Αυτά τα θέματα είναι σημαντικά αλλά ξεχνάμε ότι «ο θάνατος του άλλου μας φέρνει κι εμάς αντιμέτωπους, με τρόπο σφοδρό και απόλυτο, με τον δικό μας θάνατο». Έτσι, μέσα από μια επιστημονική μελέτη, που προχώρησε ο Ίρβιν Γιάλομ, αντιλήφθηκε ότι τουλάχιστον το ένα τρίτο των ατόμων που είχαν χηρέψει, όχι μόνο έφταναν σε γρήγορο χρονικό διάστημα σε προ-πένθους κατάσταση αλλά έφταναν σε ένα καινούργιο και υψηλότερο επίπεδο ωριμότητας και σοφίας. Εκτός λοιπόν από όλα τα αρνητικά της απώλειας, φαίνεται ότι υπάρχουν και θετικά. Ο θάνατος, πολλές φορές είναι μοναδική ευκαιρία να αναλύσουμε βαθύτερα το νόημά του, καθώς είναι κάτι που υπάρχει παντού αλλά ποτέ δεν επεξεργαζόμαστε. 

 Οι διαφορετικές άμυνες. Δεν είναι, λοιπόν, μόνο τα στάδια του πένθους που πρέπει να μας απασχολούν. Είναι και η επεξεργασία του θανάτου που έρχεται μοναδικό τρόπο σε κάθε άτομο. Για παράδειγμα, η άρνηση και η ενοχή ενός ατόμου, που βίωσε την απώλεια της μητρικής ύπαρξης σε μικρή ηλικία, είναι πιθανό να ακολουθεί για πάντα το άτομο στην ενήλικη ζωή με κάποιον συγκαλυμμένο τρόπο. Περιπτώσεις όπου αναπτύσσονται εμμονές γύρω από συγκεκριμένο θέμα, έτσι ώστε να μην σκέφτεται κάποιος τον θάνατο, περιγράφει ο Γιάλομ στο βιβλίο του «Το δώρο της Ψυχοθεραπείας». Στις περιπτώσεις αυτές, σκέψεις ή συναισθήματα, άσχετα με τον θάνατο, κατακλύζουν το άτομο έτσι ώστε η προσοχή του να είναι στραμμένη μακριά από μια κατάσταση η οποία το επιβαρύνει. 

Οι μεταβλητές που επηρεάζουν τα στάδια. Μέσα από τις δικές τους εργασίες, ο Worden (2009), ο Sanders (1993) και ο Rando (1984) (όπου αναφέρονται στο Prosser-Dodds L., 2013) έχουν εντοπίσει κάποιες μεταβλητές οι οποίες επηρεάζουν την πιθανή πορεία των σταδίων του πένθους. Για παράδειγμα, ο τύπος απώλειας, η σχέση και σύνδεση με τον εκλιπόντα, η ηλικία, το πολιτισμικό πλαίσιο, η θρησκευτική πίστη, το υποστηρικτικό περιβάλλον, οι συνθήκες της απώλεια, η πιθανότητα αποφυγής του θανάτου, η ύπαρξη προηγούμενων εμπειριών σχετικών με τον θάνατο, η προσωπικότητα του ατόμου που πενθεί, η ψυχική ανθεκτικότητα και η αποτελεσματικότητά του να αντιμετωπίσει την απώλεια φαίνεται να καθορίζουν την πορεία αυτή. Φαίνεται ότι σε μερικούς πολιτισμούς τα στάδια του πένθους δεν μπορούν να έχουν σχεδόν καμία εφαρμογή καθώς βιώνουν με διαφορετικό τρόπο τον θάνατο. Για παράδειγμα, στον Ινδουισμό, ο θάνατος είναι μια ευκαιρία η ψυχή να μεταβεί σε ένα άλλο σώμα, όπου εκεί θα λάβει νέες εμπειρίες.