"Ρατσισμός"

Πώς ξεκινάει και τι είναι ο ρατσισμός;

Με τον όρο «ρατσισμός» εννοούμε τη διαδικασία αποκλεισμού, περιθωριοποίησης, διάκρισης και δυσμενής διαχείρισης ανθρώπων λόγω του χρώματος του δέρματος του, της φυλής του, της εθνότητάς του, των θρησκευτικών του πεποιθήσεων κλπ. Αυτή η άνιση μεταχείριση έχει ως αφετηρία την αφαίρεση δικαιωμάτων και καταλήγει στην πιο βίαιη μορφή της, που περιλαμβάνει σωματικής επιθέσεις, κακοποίηση κλπ. Ο ρατσισμός μπορεί να υπάρχει σε ατομικό επίπεδο, όπου το άτομο αναπτύσσει τις στερεότυπες αντιλήψεις του για κάποια συγκεκριμένη ή περισσότερες κοινωνικές ομάδες και υιοθετεί μεροληπτική συμπεριφορά απέναντι στα μέλη αυτών των ομάδων. Σε μια μέτρηση που έγινε στη Βρετανία το 1993, βρέθηκε ότι το 25% των ερωτηθέντων, έδειχναν να δυσανασχετούν στο ενδεχόμενο να γειτνιάσουν με έναν μη λευκό άνθρωπο. Ο ρατσισμός μπορεί να πάρει όμως και πιο ομαδική μορφή (πολιτική παράταξη, παρέα, πολιτισμός). Στην ίδια μέτρηση φάνηκε ότι το 10% θα ήθελε να καταργηθούν οι αντιρατσιστικοί νόμοι. Τα ¾ των ατόμων που απάντησαν, πίστευαν ότι οι «φυλετικές» σχέσεις στη χώρα τους ήταν «μέτριες» ή «κακές» (Skellington, 1995). Από την άλλη πλευρά φάνηκε ότι το 40% ήθελαν πιο ενισχυμένους αντιρατσιστικούς νόμους. Ο Brown (1992), σημειώνει ότι μέχρι το 1968 νομιμοποιούνταν οι φυλετικές διακρίσεις στον εργασιακό τομέα, καθώς επίσης και οι προτιμήσεις των ιδιοκτητών ακινήτων προς ενοικίαση ή πώληση της περιουσίας τους σε ομοεθνείς τους, έδειχνε φυσιολογική και αναμενόμενη. Κατά τον κοινωνιολόγο Miles (1989), η απαρχή του ρατσισμού είναι η διαδικασία νοηματοδότησης του «άλλου». Η κατανόηση της καταγωγής των αναπαραστάσεων αυτών των «άλλων» είναι μια πολυσύνθετη διαδικασία που ξεκινάει από την πρώτη συνάντηση μεταξύ των ομάδων και έχει κοινωνικές και οικονομικές ρίζες. Κατά των Rattansi (1995), πρέπει να λάβουμε υπόψη τα πολιτισμικά πλαίσια, την οικονομία και τις πολιτικές που επικρατούσαν στις διάφορες ιστορικές περιόδους. Ο τρόπος με τον οποίον κατανοούνται οι ομαδικές κατηγορίες, εξαρτώνται από την κοινωνική ιστορία της αλληλεπίδρασης των ομάδων. Οι «ξένοι» και «άγριοι» ήταν χαρακτηρισμοί που επικρατούσαν κατά τον 16ο αιώνα στην Ευρώπη και χαρακτήριζαν τους μη Ευρωπαίους. Οι άνθρωποι της εποχής επηρεάζονταν από διάφορες θεσμικές θέσεις. Για παράδειγμα τους χαρακτηρισμούς αυτούς ενίσχυε τότε η θρησκεία, με τους ξεκάθαρους τότε συμβολικούς χρωματισμούς του λευκού και του μαύρου, δηλαδή του Καλού και του κακού αντίστοιχα. Φαίνεται όμως ότι αυτές οι νοηματοδοτήσεις ενεργοποιούνταν και ενισχύονταν συνεχώς για να δικαιολογήσουν διάφορες δράσεις που είχαν να κάνουν με την πολιτική και την οικονομία της εποχής, όπως το «τριγωνικό εμπόριο» που περιγράφει ο Fryer (1984), όπου σχετίζεται με τα λιμάνια του Λίβερπουλ, του Μπρίστολ και του Λονδίνου. Από εκεί λοιπόν απέπλεαν καράβια μου μετέφεραν προϊόντα τα οποία ανταλλάσσονταν στις Αφρικανικές ακτές με σκλάβους. Οι σκλάβοι αυτοί μεταφέρονταν στα νησιά της Καραϊβικής και άλλες κτήσεις, υπό το στέμμα του Ηνωμένου Βασιλείου. Εκεί με τη σειρά τους ανταλλάσσονταν με ζάχαρη, ρούμι, καπνό και άλλα τοπικά προϊόντα, τα οποία επέστρεφαν στην Βρετανία προς πώληση. Το εμπόριο σκλάβων απέφερε τεράστια ανάπτυξη και πλούτο στους βρετανούς. Κατά τη διάρκεια του δουλεμπορίου, ένας απροσδιόριστος αριθμός ανθρώπων με αφρικανική καταγωγή, μεταξύ των είκοσι και εξήντα εκατομμυρίων, φαίνεται να μετακινήθηκαν βίαια και κάτω από απάνθρωπε συνθήκες. Αυτή η δράση φαίνεται ότι απέδιδε χρηματικά και έδωσε ισχυρό βήμα στην ενίσχυση των επιχειρημάτων για την ανωτερότητα των λευκών απέναντι στους μαύρους. Την εποχή εκείνη φαίνεται ότι οι διακρίσεις ήταν τόσο έντονες και ενισχύονταν με κάθε τρόπο από τα άτομα που αντλούσαν τον πλούτο τους, όπου εμφανίζονταν ρεύματα και απόψεις που τόνιζαν τη διάκριση των ανθρώπων σε διαφορετικά «είδη». Οι λεγόμενοι «φυλετικοί τύποι» κατατάσσονταν ιεραρχικά, όπου στην κορυφή της πυραμίδας κατατάσσονταν οι πιο «ανεπτυγμένοι». Αργότερα φαίνεται ότι στο «παιχνίδι» των διακρίσεων είχε μπει και η επιστημονική κοινότητα της εποχής, με διάφορες μετρήσεις κρανίων και σωματικών χαρακτηριστικών. Αν και δεν υπήρξε συμφωνία σχετικά με τους «φυλετικούς τύπους», η εμπλοκή της επιστήμης, προσέδωσε μεγαλύτερο κύρος στον τρόπο κατανόησης των κοινωνικών ομάδων. Κατά τον 20ο αιώνα, με την εξέλιξη της γενετικής επιστήμης, αυτές οι απόψεις έπαψαν σταδιακά. (Banton 1987). Η ομοιότητα μεταξύ όλων των ανθρώπων της γης, είναι πλέον αποδεδειγμένη από τους βιολόγους. Αν και είναι αποδεδειγμένη στις μέρες μας η ομοιότητα μεταξύ των ανθρώπων, οι «φυλετικοί τύποι» εξακολουθούν να αποτελούν σημαντική διάσταση του ρατσισμού. Στόχος δείχνει να είναι η επιφανειακή διαφορετικότητα μεταξύ των ανθρώπων, όπως είναι το χρώμα, αλλά αυτές οι διαφορές νοηματοδοτούνται ανάλογα με το πολιτικό, πολιτισμικό και οικονομικό μοντέλο που επικρατεί. Φαίνεται ότι η «φυλή» είναι περισσότερο κοινωνικό παρά φυσικό φαινόμενο. Διάφορες θεωρίες έχουν αναπτυχθεί για να εξηγήσουν πως αυτές οι ακραίες αντιλήψεις αποκτούν νόημα και μοιάζουν «λογικές».