Μια από της γνωστότερες θεωρίες της ψυχολογίας είναι η θεωρία της προσκόλλησης (Attachment Theory) η οποία διαμορφώθηκε κατά τη δεκαετία του 1950 από τον Βρετανό ψυχίατρο και ψυχαναλυτή John Bowlby, ο οποίος διερεύνησε τον τρόπο με τον οποίο οι πρώιμοι δεσμοί του παιδιού με τους φροντιστές του επηρεάζουν τη συναισθηματική και κοινωνική του ανάπτυξη.
Ο Bowlby υποστήριξε ότι η ανάγκη για προσκόλληση αποτελεί μια εγγενή, βιολογικά καθορισμένη ανθρώπινη τάση, η οποία έχει εξελικτικό σκοπό τη διασφάλιση της επιβίωσης του παιδιού μέσω της εγγύτητας με το πρόσωπο φροντίδας.Η θεωρία του Bowlby αναπτύχθηκε μέσα από τις παρατηρήσεις του κατά τη διάρκεια και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν μελέτησε παιδιά που είχαν αποχωριστεί τους γονείς τους λόγω των πολεμικών συνθηκών. Τα παιδιά αυτά εμφάνιζαν έντονη θλίψη, συναισθηματική απόσυρση και δυσκολία στη δημιουργία ασφαλών δεσμών ακόμη και μετά την επανένωση με τις οικογένειές τους. Παρόμοια φαινόμενα παρατηρήθηκαν και σε παιδιά που μεγάλωναν σε ιδρύματα ή νοσοκομεία χωρίς σταθερό πρόσωπο φροντίδας, γεγονός που ενίσχυσε την άποψη του Bowlby ότι η προσκόλληση δεν είναι προϊόν κοινωνικής μάθησης, αλλά βασική ψυχοβιολογική ανάγκη.
Τη θεωρητική προσέγγιση του Bowlby ενίσχυσε και εμπλούτισε η ψυχολόγος Mary Ainsworth κατά τη δεκαετία του 1960 και 1970, προσδίδοντας στην έννοια της προσκόλλησης εμπειρική τεκμηρίωση. Μέσω του πειράματος “Strange Situation”, η Ainsworth μελέτησε τη συμπεριφορά βρεφών κατά την απομάκρυνση και επανεμφάνιση της μητέρας τους, εντοπίζοντας τρεις βασικούς τύπους προσκόλλησης: τον ασφαλή, τον αγχώδη-αμφιθυμικό και τον αποφευκτικό. Σε μεταγενέστερες έρευνες, προτάθηκε και ένας τέταρτος τύπος, ο αποδιοργανωμένος, ο οποίος συνδέεται με τραυματικές ή αντιφατικές εμπειρίες φροντίδας.Αρχικά επικεντρωμένη στη σχέση παιδιού–φροντιστή, η θεωρία της προσκόλλησης εξελίχθηκε σε ένα ευρύτερο θεωρητικό πλαίσιο που ερμηνεύει τη διαμόρφωση και τη δυναμική των ανθρώπινων σχέσεων καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής.
Ο ασφαλής τύπος προσκόλλησης χαρακτηρίζεται από την ικανότητα του ατόμου να εμπιστεύεται τους άλλους και να διατηρεί συναισθηματική ισορροπία στις σχέσεις του. Τα άτομα με ασφαλή προσκόλληση αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως άξιο αγάπης και τους άλλους ως διαθέσιμους και υποστηρικτικούς. Στην παιδική ηλικία, η ασφάλεια αυτή προκύπτει από τη συνεπή, ευαίσθητη και συναισθηματικά διαθέσιμη φροντίδα του γονέα ή φροντιστή. Ως ενήλικες, τα άτομα αυτά τείνουν να δημιουργούν σταθερές και υγιείς σχέσεις, με αμοιβαία εμπιστοσύνη και ικανότητα επικοινωνίας των συναισθημάτων τους.
Αντίθετα, ο αγχώδης τύπος προσκόλλησης συνδέεται με έντονο φόβο εγκατάλειψης και αυξημένη ανάγκη για επιβεβαίωση. Τα άτομα με αυτόν τον τύπο συχνά επιδεικνύουν υπερβολική εξάρτηση από τους συντρόφους ή τους φροντιστές τους και δυσκολεύονται να ρυθμίσουν το άγχος τους όταν αισθάνονται συναισθηματική απόσταση. Στην παιδική ηλικία, αυτό το μοτίβο αναπτύσσεται συνήθως όταν η φροντίδα που λαμβάνει το παιδί είναι ασυνεπής – άλλοτε υποστηρικτική και άλλοτε απορριπτική. Ως αποτέλεσμα, το παιδί μαθαίνει να αμφιβάλλει για τη διαθεσιμότητα του φροντιστή και αναπτύσσει ανασφάλεια ως προς την αξία του.
Ο αποφευκτικός τύπος προσκόλλησης χαρακτηρίζεται από αποστασιοποίηση και αποφυγή της συναισθηματικής εγγύτητας. Τα άτομα με αποφευκτική προσκόλληση τείνουν να βασίζονται υπερβολικά στον εαυτό τους, αποφεύγοντας να εκδηλώσουν ευαλωτότητα ή να εμπιστευθούν άλλους. Αυτή η στάση συνήθως προκύπτει όταν οι γονείς ή οι φροντιστές είναι συναισθηματικά ψυχροί, απορριπτικοί ή αποθαρρύνουν την έκφραση των συναισθημάτων. Ως ενήλικες, τα άτομα αυτά μπορεί να δυσκολεύονται να διατηρήσουν στενές σχέσεις και να εκλαμβάνουν την εγγύτητα ως απειλή προς την αυτονομία τους.
Τέλος, ο αποδιοργανωμένος τύπος προσκόλλησης συνδυάζει στοιχεία των αγχωδών και αποφευκτικών προτύπων και χαρακτηρίζεται από εσωτερική σύγκρουση μεταξύ της ανάγκης για εγγύτητα και του φόβου που αυτή προκαλεί. Τα παιδιά με αποδιοργανωμένη προσκόλληση συχνά βιώνουν τραυματικές ή τρομακτικές εμπειρίες από τους ίδιους τους φροντιστές τους, όπως κακοποίηση ή ακραία ασυνέπεια στη φροντίδα. Ως αποτέλεσμα, αναπτύσσουν σύγχυση και ανασφάλεια, οι οποίες μπορεί να εκδηλωθούν αργότερα σε δυσκολίες εμπιστοσύνης, συναισθηματική αστάθεια και προβλήματα στις διαπροσωπικές σχέσεις.
Συνολικά, οι τύποι προσκόλλησης διαμορφώνουν ένα σταθερό, αλλά δυναμικά εξελισσόμενο, εσωτερικό μοντέλο σχέσεων. Αν και οι βάσεις τους τίθενται στην παιδική ηλικία, η έρευνα έχει δείξει ότι μπορούν να τροποποιηθούν μέσω ψυχοθεραπείας και μέσω της εμπειρίας ασφαλών και υποστηρικτικών διαπροσωπικών σχέσεων στην ενήλικη ζωή.
